χαράζω — χαράζω, χάραξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. χαράζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαράζω — Ν βλ. χαράσσω … Dictionary of Greek
χαράζω — χάραξα, χαράχτηκα, χαραγμένος 1. κάνω γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια με μυτερό όργανο. 2. σημειώνω πάνω στο έδαφος τον άξονα δρόμου που θα κατασκευαστεί, τα θεμέλια οικοδομής κ.ά.: Χάραξαν το δρόμο που θα συνδέσει τα δύο χωριά. 3. γράφω γραμμές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαχτυλοχαράζω — χαράζω, σημειώνω ή δείχνω με το δάκτυλο … Dictionary of Greek
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
περιχαράσσω — ΝΜΑ και περιχαράζω Ν και περιχαράττω Α 1. χαράζω, σημειώνω γραμμή ή σκάβω λάκκο ή τάφρο γύρω από κάτι 2. χαράζω, ορίζω τα όρια, τα σύνορα μσν. μέσ. περιχαράσσομαι (για την αυγή) αρχίζω να φαίνομαι, αρχίζω να χαράζω αρχ. 1. ιατρ. περικόπτω τα ούλα … Dictionary of Greek
εγγράφω — (AM ἐγγράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.) μσν. 1. χαρακτηρίζω 2. παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. χαράζω, κάνω εντομές 2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 3.… … Dictionary of Greek
επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… … Dictionary of Greek
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
καταξέω — (AM) τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω αρχ. 1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.) 2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω 3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξέω «χαράζω»… … Dictionary of Greek